συνδετικός

συνδετικός
η , ό[ν] связывающий, скрепляющий, соединяющий; соединительный; связующий;

συνδετικός κρίκος — связующее звено;

συνδετική ΰλη — связующее вещество;

συνδετικός ιστός — соединительная ткань


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συνδετικός" в других словарях:

  • συνδετικός — binding together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδετικός — ή, ό / συνδετικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνδέω] 1. αυτός που χρησιμεύει στη σύνδεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή ο κατάλληλος για την παραπάνω σύνδεση (α. «συνδετικός ιστός» β. «νεῡρα συνδετικά», Γαλ.) 2. γραμμ. συμπλεκτικός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • συνδετικός — ή, ό αυτός που συνδέει, που χρησιμεύει για σύνδεση: Το ρήμα «είμαι» ανήκει στα συνδετικά ρήματα. – Κόπηκε ο συνδετικός κρίκος που τους ένωνε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνδετικός ιστός — (Ιατρ.). Μια σημαντική και μεγάλη ομάδα ιστών, που συμμετέχουν στη δομή του ανθρώπινου οργανισμού. Οι διάφοροι τύποι σ. ι. προέρχονται όλοι από ένα εμβρυϊκό ιστό, το μεσέγχυμα. Ο σ.ι. αποτελείται από κύτταρα με διάφορα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

  • δικτυωτός συνδετικός ιστός — Συνδετικός ιστός που περιέχει δικτυωτές ίνες και πολλά ιστιοκύτταρα. Ο λεμφικός ιστός, που αποτελεί κύριο τμήμα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος, αποτελείται κυρίως από δ.σ.ι …   Dictionary of Greek

  • συνδετικά — συνδετικός binding together neut nom/voc/acc pl συνδετικά̱ , συνδετικός binding together fem nom/voc/acc dual συνδετικά̱ , συνδετικός binding together fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδετικῶν — συνδετικός binding together fem gen pl συνδετικός binding together masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδετικόν — συνδετικός binding together masc acc sg συνδετικός binding together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδετικαῖς — συνδετικός binding together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδετικαί — συνδετικός binding together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδετικοῖς — συνδετικός binding together masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»